Σινεμά και Μπάλα: Προτάσεις ταινιών με θέμα το ποδόσφαιρο! (μέρος 2ο)

Οι Premierleaguefans ξεχωρίζουν κινηματογραφικές παραγωγές με επίκεντρο το αγαπημένο μας άθλημα.

Μετά από τις προτάσεις σειρών ήρθε το κινηματογραφικό αφιέρωμα στην στρογγυλή θεά σε δύο μέρη, με στόχο να απαλύνει, κάπως, τον καημό των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων μέχρι να ξαναρχίσει (;) να παίζεται ποδόσφαιρο στα γήπεδα.

Εδώ το πρώτο μέρος.


2ο μέρος

Offside, 2006, του Jafar Panahi, με τις Sima Mobarak-Shahi, Shayesteh Irani, Ayda Sadeq, Golnaz Farani, Mahnaz Zabahi

Τεχεράνη, 2006. Το Ιράν αντιμετωπίζει το Μπαχρέιν στην τελευταία αγωνιστική των προκριματικών του Μουντιάλ της Γερμανίας. Με νίκη ή ισοπαλία οι Ιρανοί προκρίνονται και όλη η χώρα ζει στους ρυθμούς του μεγάλου αγώνα.

Στην απλή, ρεαλιστική, ντοκουμενταρίστικη σχεδόν ταινία του Panahi, παρακολουθούμε την προσπάθεια έξι νεαρών γυναικών να μπουν στο γήπεδο και να παρακολουθήσουν από κοντά την προσπάθεια του Αλί Νταΐ, του Μαχνταβίκια, του Καρίμι και των άλλων αστεριών της εθνικής τους. Στο θεοκρατικό Ιράν η θέση της γυναίκας είναι ένα καθεστώς διαρκούς καταπίεσης σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, χωρίς ωστόσο να απαγορεύεται δια νόμου η παρουσία γυναικών στα γήπεδα. Παρόλα αυτά, οι αρχές εμποδίζουν την παρουσία γυναικών αδικαιολόγητα. Είθισται λοιπόν οι (φανατικότατες ποδοσφαιρόφιλες) Ιρανές να παρεισφρύουν στα γήπεδα της πατρίδας τους ντυμένες άνδρες.

Έτσι και οι ηρωΐδες του Panahi, που αποπειράθηκαν να διεισδύσουν για τον κρίσιμο αγώνα μεταμφιεσμένες σε άντρες αλλά τελικά συλλαμβάνονται από τον στρατό. Παρακολουθούμε τα έξι κορίτσια να κρατούνται στον προαύλιο χώρο του σταδίου και να συνομιλούν με τους στρατιώτες που τις φρουρούν, ενώ μέσα εκτυλίσσεται ο αγώνας. Με τόσο απλά εργαλεία, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να γελοιοποιήσει τόσο τον παραλογισμό που επικρατεί στο θεοκρατικό καθεστώς, όσο και να αναδείξει την αλληλεγγύη μεταξύ φρουρών και φρουρούμενων, μιας και οι στρατιώτες είναι θύματα της ίδιας της πατρίδας τους, μιας και αναγκάζονται να εφαρμόσουν βλακώδεις νόμους, επίσημους ή εθιμικούς, για να μην καταλήξουν στη φυλακή ή την εξορία. Ταυτόχρονα, ένα καλό μάθημα ταπεινοφροσύνης σε κάθε οπαδάρα του δυτικού κόσμου που έχει μεγάλη ιδέα για το εαυτό του και το πάθος του για την μπάλα: τα κορίτσια του Ιράν (και φυσικά της ταινίας) απλά του βάζουν τα γυαλιά.


Heleno, 2011, του José Henrique Fonseca, με τους Rodrigo Santoro, Alinne Moraes, Angie Cepeda

Ο Heleno de Freitas ήταν ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές του κόσμου το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ο θρυλικός επιθετικός της Botafogo ήταν ένας χαρισματικός γκολτζής και τεχνίτης της μπάλας που έδινε τα πάντα στο χορτάρι και μνημονεύεται ακόμη στην πατρίδα του ως ένας από τους ελάχιστους που θα μπορούσε να συγκριθεί με τον ίδιο τον θεό του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, τον Πελέ.

Μόνο που εκτός από χαρίσματα, ο de Freitas είχε και πολλά μειονεκτήματα: οξύθυμος, ατομιστής, τεμπέλιαζε στις προπονήσεις, τσακωνόταν με τους συμπαίκτες του. Όμως ούτε και στην εξωγηπεδική ζωή του ήταν υπόδειγμα αθλητή: κάπνιζε κι έπινε μανιωδώς, ήταν ξενύχτης, γυναικάς, τζογαδόρος και εθισμένος στα ναρκωτικά. Παρόλα αυτά έλαμπε στο γήπεδο, και είχε αυτοσκοπό της ζωής του να οδηγήσει την αγαπημένη του Botafogo στον τίτλο και την εθνική Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο.

Η ταινία του Fonseca είναι η βιογραφία του, και εξιστορεί για ποιούς λόγους δεν κατάφερε τίποτε από τα δύο, δίνοντας έμφαση περισσότερο στην προσωπική ζωή του de Freitas και λιγότερο στις αγωνιστικές του επιδόσεις. Είναι η ιστορία μιας πραγματικής ιδιοφυΐας που ήθελε τα πάντα με τους δικούς του όρους, όλα ή τίποτα, γεγονός που τον καθιέρωσε μεν στις καδιές των φιλάθλων για πάντα, αλλά τον οδήγησε και στην καταστροφή. Εξαιρετική αναπαράσταση εποχής, αριστοτεχνική ασπρόμαυρη φωτογραφία και μια συγκλονιστική ερμηνεία του Rodrigo Santoro στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ειδικά σε μια σκηνή στα αποδυτήρια της ομάδας μετά από (ακόμη) έναν χαμένο τελικό απέναντι στη μισητή Fluminense, ο Heleno παραδίδει μαθήματα πάθους στους συμπαίκτες του που θα κάνουν κάθε οπαδό να δακρύσει και να θέλει έντεκα τέτοιους στην ομάδα του: να τα δίνουν όλα μόνο για την φανέλα κι ας μην κερδίσουν ποτέ κανένα πρωτάθλημα, χαλάλι...


Looking for Eric, 2009, του Ken Loach, με τους Steve Evets, Eric Cantona, Stephanie Bishop

Όταν o μέγας Ken Loach αποφασίζει να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο από αριστουργηματικό. Ο Σκωτσέζος μάστορας μας αφηγείται την ιστορία του μεσήλικα Eric, ενός μεροκαματιάρη από το Manchester, φανατικού υποστηρικτή της United και ακόμη φανατικότερου θαυμαστή του συνονόματού του, Eric Cantona.

Ο Eric προσπαθεί να ξαναβρει το νόημα σε μια ζωή που μοιράζεται ανάμεσα στην ασφυκτική ρουτίνα του μεροκάματου και της επιβίωσης και της συμβίωσης με τους δυο ανεξέλεγκτους έφηβους γιους του, το μεγάλωμα των οποίων ανέλαβε μονάχος από τότε που τους παράτησε η μητέρα τους. Ταυτόχρονα, έρχεται απροσδόκητα αντιμέτωπος με την χειρότερη αμαρτία του παρελθόντος του, όταν ο ίδιος είχε παρατήσει την πρώτη γυναίκα του, την Lilly και τη νεογέννητη κόρη τους: η κόρη τους αποφάσισε να επιστρέψει στις σπουδές της και χρειάζεται την βοήθεια των γονιών της. Έτσι ο Eric καλείται ξαφνικά να αντικρύσει την Lilly και να συνυπάρξουν καθημερινά για την φροντίδα της εγγονής τους όσο η κόρη τους λείπει στην δουλειά και το πανεπιστήμιο. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο μεγαλύτερος γιος του μπλέκει με την μαφία της περιοχής τους. Και πάνω που ο Eric βυθίζεται απεγνωσμένος στα πολλαπλά αδιέξοδα της ζωής του, εμφανίζεται από το πουθενά το ίνδαλμά του, ο King Eric αυτοπροσώπως, για να τον βοηθήσει να βρει την χαμένη του δύναμη και να βγει από το τέλμα.

Και μόνο που ο Loach αφήνει τον αυστηρό κοινωνικό ρεαλισμό του και ανοίγει το παράθυρο στην μαγεία, έστω για λίγο, το Looking for Eric αξίζει κάθε λεπτό από τα 114’ της διάρκειάς του. Έντεκα ολόκληρα χρόνια πριν το συγκεκριμένο τέχνασμα του από μηχανής φανταστικού (;) συμμάχου γίνει μόδα από το πολυδιαφημισμένο JoJo Rabbit, το αριστοτεχνικό σενάριο του Paul Laverty και η όλο ανθρωπιά σκηνοθετική προσέγγιση του Loach καθιστούν τη συγκεκριμένη ταινία την, με κινηματογραφικούς όρους, καλύτερη της λίστας. Οι γνωστές θεματικές του σπουδαίου δημιουργού άπασες παρούσες: η άνευ όρων πίστη στον άνθρωπο και την καλοσύνη του, η δύναμη της κοινότητας και της αλληλεγγύης απέναντι σε κάθε είδους απειλή, το χιούμορ και η αισιοδοξία ακόμη και μέσα στα χειρότερα αδιέξοδα. Και φυσικά, η μοναδική, μαγική σχεδόν ιδιότητα του ποδοσφαίρου να δίνει κουράγιο τόσο ατομικά, όσο και ως συλλογική εμπειρία, καθότι και το άθλημα του λαού. Μια αληθινά υπέροχη ταινία, και ακόμα και οι πιο φανατικοί φίλοι της Liverpool θα δυσκολευτούν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους στο τέλος.

 

Garpastum, 2005, του Aleksey German, με τους Evgeniy Pronin, Danila Kozlovsky, Chulpan Khamatova

Αγία Πετρούπολη, 1914. Το ποδόσφαιρο στην πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Δυο αδέρφια, ο Andrei και ο Nikolay, λατρεύουν το ποδόσφαιρο και προσπαθούν να ενταχθούν σε κάποια από τις αγγλικές ομάδες ποδοσφαίρου που δραστηριοποιούνται στην πόλη. Δεν τα καταφέρνουν, αλλά δεν το βάζουν κάτω: ιδρύουν με δυο παιδικούς τους φίλους την δική τους ομάδα ποδοσφαίρου και παίζουν αγώνες με στοιχήματα προκειμένου να μαζέψουν χρήματα για να αγοράσουν την έκταση όπου θα χτίσουν το γήπεδο της ομάδας. Μόνο που ο πωλητής της έκτασης έχει ανοικτούς λογαριασμούς με τον υπόκοσμο, και η παρέα δεν αργεί να μπει στο στόχαστρό του. Την ίδια στιγμή, ο Gavrilo Princip ξεκινάει για το Σαράγεβο, όπου σκοπεύει να δολοφονήσει τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι προ των πυλών...

Μαθαίνουμε ότι ο πατέρας του Andrei και του Nikolay είχε το ίδιο πάθος: πιονέρος του ρωσικού ποδοσφαίρου και ο ίδιος, έχασε όλη του την περιουσία χρηματοδώντας την εθνική Ρωσίας που κατέβηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης του 1912 και συνετρίβη από τους Γερμανούς με το ντροπιαστικό 16-0, γεγονός που τον οδήγησε στο ψυχιατρείο και την μητέρα τους στην αυτοκτονία. Η επιτυχία του φιλόδοξου εγχειρήματός τους μοιάζει σαν ιερό χρέος, και ούτε καν η ίδια η ανελέητη πραγματικότητα δε μοιάζει ικανή να τους καταβάλει.

Η ταινία του German είναι ένας ύμνος σε κάθε ασίγαστο πάθος που σου καίει την ψυχή και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις αν δεν τα δώσεις όλα για να κατακτήσεις τα όνειρά σου∙ εν προκειμένω το ποδόσφαιρο. Η ιστορία τους ταυτίζεται τόσο με τους πρωτοπόρους του λαοφιλούς αθλήματος στην αχανή Ρωσία, όσο και με την ταραγμένη ιστορία της πατρίδας τους∙ η ταινία εκτυλίσσεται ανέμεσα στην έναρξη του Α’ Παγκόσμιου και το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Οπτικά πανέμορφη ταινία, με αριστοτεχνική διεύθυνση φωτογραφίας και με την ποιητικότητα που διακρίνει το ρωσικό σινεμά να εντείνει την τραγικότητα της ιστορίας, αυτό το παραγνωρισμένο αριστούργημα ανήκει επάξια στις καλύτερες ποδοσφαιρικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.


Mike Bassett: England manager, του Steve Barron, με τους Ricky Tomlison, Bradley Walsh, Amanda Redman

Με μεγάλη διαφορά της δεύτερης, η πιο ξεκαρδιστική ταινία της λίστας, ένα mockumentary που σατιρίζει την τραγελαφική πραγματικότητα του οργανισμού «εθνική Αγγλίας» σε κάθε μεγάλο διεθνές τουρνουά που καταλήγει περισσότερο ρεαλιστικό απ’ ότι σηκώνει το συκώτι και του πιο γραφικού Άγγλου μπαλαδόφατσα, που τρέχει στις τέσσερις γωνιές του κόσμου για να υποστηρίξει την μεγάλη του καψούρα, δέρνεται με όλο τον κόσμο πιωμένος και τελικά καταλήγει σπίτι πάντα από τις πρώτες φάσεις της διοργάνωσης...

Ακολουθούμε τον Mike Bassett, τον φιλοσοφημένο αλλά παρεξηγημένης προπονητικής αξίας κόουτς της μεγάλης Norwich, όταν του προτείνεται να οδηγήσει τα Λιοντάρια στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, επειδή σχεδόν κάθε άξιος προπονητής αρνήθηκε την δουλειά και ο συμπαθής Mike ήταν ο τελευταίος στην λίστα. Η πίεση από την ομοσπονδία και τον τύπο τεράστια, οι απαιτήσεις των φιλάθλων ακόμη μεγαλύτερες, και ο Bassett καλείται να διαχειριστεί μια ομάδα ηττοπαθών που βλέπουν την όλη διαδικασία είτε ως αγγαρία, είτε ως αφορμή για διακοπές. Μόνο που ο τιτάνας Mike Bassett δεν συμβιβάζεται με την ήττα, και θα επιμείνει στο αγαπημένο του 4-4-FUCKIN 2 ακόμα και αν χάνει 4-0... στο ημίχρονο.

Ο Barron παίρνει όλα, μα όλα, τα στερεότυπα γύρω από τα λατρεμένα Εγγλεζάκια και τα τσακίζει ανελέητα. Πέρα από την απίστευτη φυσιογνωμία του πρωταγωνιστή (φήμες λένε ότι η έκφραση «ταβερνιάρης» είναι εμπνευσμένη από την φάτσα του), σχεδόν όλες οι γραφικές φιγούρες του σύγχρονου αγγλικού ποδοσφαίρου είναι παρούσες: ο άλλοτε γκολτζής και πλέον χασογκόλης στράικερ φέρνει στον Emile Heskey, ο μόνιμα πιωμένος κυκλοθυμικός χάφαρος μοιάζει υπερβολικά στον Paul Gascoigne, ο κοτσιδάκιας τερματάς θυμίζει κάπως τον David Seaman, ενώ ο σκληροτράχηλος αρχηγός, ο καυγατζής αμυντικός που θα τυλίξει τα γόνατα του αντιπάλου πακέτο για το σπίτι, θα μπορούσε να είναι ένα υβρίδιο Vinnie Jones και Stuart Pearce. Όσον αφορά τον κοντοπίθαρο πιτσιρικά σέντερ φορ, τον γόη χαφ με το χολιγουντιανό παρουσιαστικό, τον κοκκινοτρίχη playmaker... Νομίζω το πιάσατε. Αν στις εθνικές είστε τίποτε Αργεντίνοι ή Γερμανοί και σιχαίνεστε εκ των πραγμάτων την εθνική Αγγλίας, θα το απολαύσετε. Αν είστε υποστηρικτές των Λιονταριών, θα το απολαύσετε ακόμη περισσότερο.

 

Επιμέλεια: Βασίλης Μόσχος

*Ο Βασίλης Μόσχος είναι συγγραφέας, σεναριογράφος, οπαδός του ΠΑΟΚ και της Τότεναμ. Όταν δεν βλέπει σινεμά, γράφει γι' αυτό.


Στήριξε και εσύ την προσπάθεια των Premier League Fans μέσω Paypal, μέσω του παρακάτω συνδέσμου:

Μπορείτε να επικοινωνήσετε με την ομάδα του premierleaguefans.gr στο info@premierleaguefans.gr

Θα χαρούμε για παρατηρήσεις, σχόλια αλλά ακόμη και για προτάσεις συνεργασίας.